- κλεπτήρ
- κλεπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) [κλέπτω]κλέφτης, κλεφταράς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεπτῆρας — κλεπτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτῆρες — κλεπτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek